Source: PRAXIS
Οι άνθρωποι δεν κάνουν την επανάσταση καλόκαρδα, το ίδιο όπως και τον πόλεμο. Η διαφορά βρίσκεται ωστόσο σε τούτο, ότι στον πόλεμο ο αποφασιστικός ρόλος πέφτει στον καταναγκασμό· στην επανάσταση δεν υπάρχει καταναγκασμός, εκτός από τον καταναγκασμό των περιστάσεων. Η επανάσταση παρουσιάζεται όταν δεν απομένει άλλος δρόμος. Η εξέγερση που υψώνεται πάνω από την επανάσταση σαν μια βουνοκορφή στην οροσειρά των γεγονότων της, δεν μπορεί να προκληθεί αυθαίρετα, το ίδιο όπως και η επανάσταση στο σύνολο της. Οι μάζες, επανειλημένα, επιτίθενται και υποχωρούν πριν αποφασίσουν να κάνουν την τελευταία έφοδο.
Η συνωμοσία συνήθως αντιτίθεται στην εξέγερση, όπως η προμελετημένη επιχείρηση μιας μειοψηφίας απέναντι στη στοιχειακή κίνηση της πλειοψηφίας. Και πραγματικά: μια νικηφόρα εξέγερση που δεν μπορεί να είναι παρά το έργο μιας τάξης προορισμένης να τεθεί επικεφαλής του έθνους, από την ιστορική της σημασία κι απ’ τις μέθοδές της ξεχωρίζει βαθιά από ένα πραξικόπημα συνωμοτών που ενεργούν πίσω από τις πλάτες των μαζών.
Πραγματικά, σε κάθε ταξική κοινωνία υπάρχουν αρκετές αντιφάσεις για να μπορεί κανείς να εξυφάνει, μέσα στις σκισμάδες, μια συνωμοσία. Η ιστορική πείρα αποδείχνει, ωστόσο, πως χρειάζεται ακόμα η κοινωνία να είναι άρρωστη σε κάποιο βαθμό – όπως στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στη Νότια Αμερική – για να μπορεί η πολιτική των συνωμοτών να βρίσκει διαρκώς να τρέφεται. Στην καθαρή της κατάσταση η συνωμοσία, ακόμα και σε περίπτωση νίκης, το μόνο που μπορεί να δόσει είναι η αλλαγή στην άσκηση της εξουσίας διαφόρων κλικών της ίδιας, κυρίαρχης τάξης, ή λιγότερο ακόμα: αντικαταστάσεις πολιτικών προσώπων. Η νίκη ενός κοινωνικού συστήματος πάνω σ’ ένα άλλο δεν έχει γίνει στην ιστορία παρά μόνο με μαζική εξέγερση. Ενώ οι περιοδικές συνωμοσίες είναι συχνότατα η έκφραση του μαρασμού και της σήψης της κοινωνίας, η λαϊκή εξέγερση, αντίθετα, αναφαίνεται συνήθως σαν αποτέλεσμα μιας προηγούμενης γοργής εξέλιξης, που σπάζει την παλιά ισορροπία του έθνους. Οι χρόνιες «επαναστάσεις» στις νοτιοαμερικανικές δημοκρατίες δεν έχουν τίποτα κοινό με τη διαρκή επανάσταση· απεναντίας, με κάποιαν έννοια είναι το ολότελα αντίθετό της.
Αυτό που ειπώθηκε πιο πάνω δεν σημαίνει ωστόσο καθόλου ότι λαϊκή εξέγερση και συνωμοσία αποκλείουν η μια την άλλη σ’ όλες τις περιπτώσεις. Ένα στοιχείο συνωμοσίας, σ’ αυτό ή σε κείνο το μέτρο, περνάει σχεδόν πάντα στην εξέγερση. Σταθμός ιστορικά προσδιορισμένος της επανάστασης, η εξέγερση των μαζών δεν είναι ποτέ καθαρά στοιχειακή. Ακόμα κι όταν ξεσπάει απροσδόκητα για τους περισσότερους συμμέτοχους της, γονιμοποιείται από ιδέες που οι εξεγερμένοι βλέπουν σ’ αυτές μια διέξοδο από τα βάσανα της ζωής. Όμως η εξέγερση των μαζών μπορεί να προβλεφτεί και να προετοιμαστεί. Αυτή μπορεί να οργανωθεί από τα πριν. Σ’ αυτή την περίπτωση η συνωμοσία είναι υποταγμένη στην εξέγερση, την υπηρετεί, διευκολύνει την πορεία της, επιταχύνει τη νίκη της. Όσο ψηλότερο είναι το πολιτικό επίπεδο ενός επαναστατικού κινήματος, όσο σοβαρότερη είναι η διεύθυνσή του, τόσο μεγαλύτερη είναι η θέση που κρατάει η συνωμοσία στη λαϊκή εξέγερση.
Είναι απαραίτητο να καταλάβουμε σωστά τη σχέση ανάμεσα στην εξέγερση και τη συνωμοσία, τόσο σε ότι τις φέρνει σε αντίθεση όσο και σε ότι τις συμπληρώνει αμοιβαία, κι αυτό τόσο πιο πολύ όσο η ίδια η χρήση της λέξης «συνωμοσία» έχει στη μαρξιστική φιλολογία όψη αντιφατική, είτε πρόκειται για ανεξάρτητη επιχείρηση μιας μειοψηφίας που παίρνει την πρωτοβουλία, είτε πρόκειται για προπαρασκευή από τη μειοψηφία του ξεσηκωμού της πλειοψηφίας.
Η ιστορία δείχνει, είν’ αλήθεια, πως μια λαϊκή εξέγερση μπορεί, κάτω από ορισμένους όρους, να νικήσει ακόμα και χωρίς συνωμοσία. Ξεπηδώντας με μια «στοιχειακή» ώθηση από μια γενική αγανάκτηση, από διάφορες διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις, απεργίες, οδομαχίες, η εξέγερση μπορεί να παρασύρει ένα μέρος του στρατού, να παραλύσει τις δυνάμεις του εχθρού και ν’ ανατρέψει την παλιά εξουσία. Έτσι έγινε ως κάποιο βαθμό το Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία. Είχαμε πάνω-κάτω τον ίδιο πίνακα στο ξετύλιγμα της γερμανικής και αυστροουγγρικής επανάστασης το φθινόπωρο του 1918. Στο μέτρο που σ’ αυτές τις δυο περιπτώσεις δεν υπήρχε επικεφαλής των εξεγερμένων κόμμα βαθιά διαποτισμένο από τα συμφέροντα και τους σκοπούς της εξέγερσης, η νίκη της έπρεπε αναπόφευκτα να μεταβιβάσει την εξουσία στα χέρια κείνων των κομμάτων που ως την τελευταία στιγμή είχαν εναντιωθεί στην εξέγερση.
Ν’ ανατρέψεις την παλιά εξουσία είναι ένα πράγμα. Να πάρεις την εξουσία στα χέρια σου είναι ένα άλλο πράγμα. Η μπουρζουαζία σε μιαν επανάσταση μπορεί να καταλάβει την εξουσία όχι γιατί είναι επαναστατική μα γιατί είναι η μπουρζουαζία: έχει στα χέρια της την ιδιοκτησία, την παιδεία, τον τύπο, ένα δίχτυ από σημεία στήριξης, την ιεραρχία των θεσμών. Τα πράγματα είναι διαφορετικά με το προλεταριάτο: στερημένο από κοινωνικά προνόμια που υπάρχουν έξω απ’ αυτό, το εξεγερμένο προλεταριάτο δεν μπορεί να υπολογίζει παρά μόνο στον αριθμό του, στη συνοχή του, στα στελέχη του, στο επιτελείο του.
Όπως ο σιδεράς δεν μπορεί να πιάσει με γυμνό χέρι το πυρωμένο σίδερο, έτσι και το προλεταριάτο δεν μπορεί με γυμνά τα χέρια να καταλάβει την εξουσία: του χρειάζεται οργάνωση κατάλληλη γι’ αυτή τη δουλειά. Στο συνδυασμό της μαζικής εξέγερσης με τη συνωμοσία, στην υποταγή της συνωμοσίας στην εξέγερση, στην οργάνωση της εξέγερσης διαμέσου της συνωμοσίας, βρίσκεται ο περίπλοκος και βαρύς σε ευθύνες τομέας της επαναστατικής πολιτικής που ο Μαρξ και ο Έγκελς αποκαλούσαν «τέχνη της εξέγερσης». Αυτό προϋποθέτει σωστή γενική διεύθυνση των μαζών, ευλυγισία προσανατολισμού απέναντι στις ευμετάβολες περιστάσεις, μελετημένο σχέδιο επίθεσης, σύνεση στην τεχνική προετοιμασία και τόλμη στο χτύπημα.
Οι ιστορικοί και οι πολιτικοί άντρες αποκαλούν συνήθως εξέγερση των στοιχειακών δυνάμεων ένα κίνημα των μαζών που, όντας δεμένο με την εχθρότητά του απέναντι στο παλιό καθεστώς, δεν έχει καθαρές βλέψεις, ούτε επεξεργασμένες μέθοδες πάλης ούτε διεύθυνση που να οδηγεί συνειδητά στη νίκη. Η εξέγερση των στοιχειακών δυνάμεων αναγνωρίζεται πρόθυμα από τους επίσημους ιστορικούς, τουλάχιστο από τους δημοκράτες, σαν αναπόφευκτη θεομηνία που η ευθύνη της πέφτει πάνω στο παλιό καθεστώς. Η αληθινή αιτία αυτής της επιείκειας είναι ότι οι εξεγέρσεις των «στοιχειακών» δυνάμεων δεν μπορούν να βγουν από τα πλαίσια του αστικού καθεστώτος.
Στον ίδιο δρόμο βαδίζει και η σοσιαλδημοκρατία: δεν αρνιέται την επανάσταση γενικά, σαν κοινωνική καταστροφή, όπως δεν αρνιέται τους σεισμούς, τις εκρήξεις των ηφαιστείων, τις εκλείψεις του ήλιου και τις επιδημίες της πανούκλας. Κείνο που αρνιέται, σαν «μπλανκισμό» ή, ακόμα χειρότερα, μπολσεβικισμό, είναι η συνειδητή προπαρασκευή της εξέγερσης, το σχέδιο, η συνωμοσία. Με άλλα λόγια η σοσιαλδημοκρατία είναι πρόθυμη να επικυρώσει, με καθυστέρηση είν’ αλήθεια, τα πραξικοπήματα που μεταβιβάζουνε την εξουσία στα χέρια της μπουρζουαζίας, καταδικάζοντας σύγκαιρα με αδιαλλαξία κείνες μόνο τις μέθοδες που μπορούν να μεταβιβάσουνε την εξουσία στο προλεταριάτο. Κάτω από μια ψεύτικη αντικειμενικότητα κρύβεται μια πολιτική υπεράσπισης της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Από τις παρατηρήσεις του και τους διαλογισμούς του γύρω από τις αποτυχίες πολλών εξεγέρσεων στις οποίες πήρε μέρος ή στάθηκε μάρτυράς τους, ο Αύγουστος Μπλανκί βγάζει ορισμένους κανόνες τακτικής που χωρίς αυτούς η νίκη της εξέγερσης γίνεται εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Ο Μπλανκί απαιτούσε την έγκαιρη δημιουργία τακτικών επαναστατικών αποσπασμάτων, τη συγκεντρωτική τους διεύθυνση, τον καλό τους ανεφοδιασμό, καλοϋπολογισμένη κατανομή των οδοφραγμάτων, που η κατασκευή τους νά ’χει προβλεφτεί, και συστηματική κι όχι επεισοδιακή, υπεράσπισή τους. Όλοι αυτοί οι κανόνες, που εκπορεύονται από τα στρατιωτικά προβλήματα της εξέγερσης, πρέπει, εννοείται, να μεταβάλλονται άφευκτα μαζί με τους κοινωνικούς όρους και τη στρατιωτική τεχνική· όμως αυτοί καθαυτοί δεν είναι καθόλου «μπλανκισμός» με την έννοια που δίνουν πάνω-κάτω οι Γερμανοί στον «πουτσισμό» ή στον επαναστατικό «τυχοδιωκτισμό».
Η εξέγερση είναι τέχνη και όπως κάθε τέχνη έχει τους νόμους της. Οι κανόνες του Μπλανκί είταν απαιτήσεις του επαναστατικοπολεμικού ρεαλισμού. Το λάθος του Μπλανκί δεν βρισκότανε στο άμεσο θεώρημα του, μα στην αντιστροφή του. Από το γεγονός ότι η τακτική αδεξιότητα καταδίκαζε την εξέγερση στην αποτυχία, ο Μπλανκί έβγαζε το συμπέρασμα ότι η τήρηση των κανόνων της εξεγερσιακής τακτικής είταν ικανή από μόνη της να εξασφαλίσει τη νίκη. Μόνο από δω και πέρα είναι θεμιτό ν’ αντιπαραθέτουμε το μπλανκισμό στο μαρξισμό. Η συνωμοσία δεν αναπληρώνει την εξέγερση. Η δραστήρια μειοψηφία του προλεταριάτου, όσο καλά οργανωμένη κι αν είναι, δεν μπορεί να καταλάβει την εξουσία ανεξάρτητα από τη γενική κατάσταση της χώρας: σ’ αυτό ο μπλανκισμός είναι καταδικασμένος από την ιστορία. Μα μόνο σ’ αυτό. Το άμεσο θεώρημα διατηρεί όλη του τη δύναμη. Για την κατάκτηση της εξουσίας δεν αρκεί στο προλεταριάτο μια εξέγερση των στοιχειακών δυνάμεων. Του χρειάζεται αντίστοιχη οργάνωση, του χρειάζεται σχέδιο, του χρειάζεται η συνωμοσία. Έτσι βάζει το ζήτημα ο Λένιν.
Η κριτική του Έγκελς, που στρεφόταν ενάντια στο φετιχισμό του οδοφράγματος, στηριζότανε πάνω στην εξέλιξη της γενικής τεχνικής και της στρατιωτικής τεχνικής. Η εξεγερσιακή τακτική του μπλανκισμού ανταποκρινόταν στο χαρακτήρα του παλιού Παρισιού με το μισοσυντεχνιακό προλεταριάτο, στους στενούς δρόμους και στο στρατιωτικό σύστημα του Λουδοβίκου Φίλιππου. Το λάθος αρχής του μπλανκισμού βρίσκεται στη συνταύτιση επανάστασης και εξέγερσης. Το τεχνικό λάθος του μπλανκισμού συνίσταται στη συνταύτιση της εξέγερσης με το οδόφραγμα. Η μαρξιστική κριτική είχε στραφεί ενάντια και στα δυο λάθη. Πιστεύοντας, μαζί με το μπλανκισμό, ότι η εξέγερση είναι τέχνη, ο Έγκελς αποκάλυπτε όχι μόνο τη δευτερότερη θέση της εξέγερσης μέσα στην επανάσταση, μα και τον παρακμάζοντα ρόλο του οδοφράγματος στην εξέγερση. Η κριτική του Έγκελς δεν είχε τίποτα το κοινό με την απάρνηση των επαναστατικών μεθόδων προς όφελος του καθαρού κοινοβουλευτισμού, όπως δοκίμασαν να το αποδείξουν στον καιρό τους οι φιλισταίοι της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας με τη συνδρομή της λογοκρισίας του Χοεντσόλερν. Για τον Έγκελς το ζήτημα των οδοφραγμάτων παράμενε πρόβλημα ενός τεχνικού στοιχείου της εξέγερσης. Ωστόσο οι ρεφορμιστές, από την άρνηση της αποφασιστικής αξίας του οδοφράγματος, δοκίμαζαν να καταλήξουν στην άρνηση της επαναστατικής βίας γενικά. Είναι πάνω-κάτω το ίδιο σαν να βγάζεις το συμπέρασμα για την κατάρρευση του μιλιταρισμού από την ενδεχόμενη μείωση της σημασίας του χαρακώματος στο μελλοντικό πόλεμο.
Η οργάνωση που με τη βοήθεια της το προλεταριάτο όχι μόνο μπορεί ν’ ανατρέψει το παλιό καθεστώς μα και να το αντικαταστήσει με το δικό του, είναι τα σοβιέτ. Κείνο που έγινε αργότερα υπόθεση ιστορικού πειράματος είταν ως την εξέγερση του Οκτώβρη μόνο θεωρητικό προγνωστικό που στηριζόταν, είν’ αλήθεια, πάνω στο προκαταρκτικό πείραμα του 1905. Τα σοβιέτ είναι όργανα προετοιμασίας των μαζών για την εξέγερση, τα όργανα της εξέγερσης και, υστέρα απ’ τη νίκη, τα όργανα της εξουσίας.
Ωστόσο τα σοβιέτ από μόνα τους δεν λύνουνε το πρόβλημα. Ανάλογα με το πρόγραμμα και τη διεύθυνση μπορούν να χρησιμέψουν για διάφορους σκοπούς. Το πρόγραμμα το δίνει στα σοβιέτ το κόμμα. Αν τα σοβιέτ, στις περιστάσεις μιας επανάστασης – κ’ έξω από την επανάσταση είναι γενικά ανέφικτα – αγκαλιάσουν ολόκληρη την τάξη, εκτός από τα ολότελα καθυστερημένα, παθητικά και διεφθαρμένα στρώματα, το επαναστατικό κόμμα είναι επικεφαλής της τάξης. Το πρόβλημα της κατάκτησης της εξουσίας μπορεί να λυθεί μόνο από το συνδυασμό του κόμματος με τα σοβιέτ ή με άλλες μαζικές οργανώσεις ισοδύναμες λίγο-πολύ με τα σοβιέτ.
Το σοβιέτ, έχοντας επικεφαλής του ένα επαναστατικό κόμμα, τείνει συνειδητά και έγκαιρα στην κατάληψη της εξουσίας. Ξεκινώντας από τις μεταλλαγές της πολιτικής κατάστασης και τις διαθέσεις των μαζών, προετοιμάζει τα σημεία στήριξης της εξέγερσης, δένει τα αποσπάσματα κρούσης με την ενότητα του σκοπού, επεξεργάζεται από τα πριν το σχέδιο της επίθεσης και της τελευταίας εξόρμησης: αυτό σημαίνει ίσα-ίσα ότι εισάγει την οργανωμένη συνωμοσία στη μαζική εξέγερση.
Οι μπολσεβίκοι, πάνω από μια φορά, καιρό ακόμα πριν από την εξέγερση του Οκτώβρη, χρειάστηκε να ανασκευάσουν τις κατηγορίες για συνωμοτικές μηχανορραφίες και μπλανκισμό που κατευθύνονταν εναντίον τους από τους εχθρούς τους. Και όμως κανένας δεν έκανε όσο ο Λένιν πάλη τόσο αδιάλλακτη εναντίον του συστήματος της καθαρής συνωμοσίας. Οι οπορτουνιστές της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας πήραν πάνω από μια φορά κάτω από την προστασία τους την παλιά σοσιαλεπαναστατική τακτική της ατομικής τρομοκρατίας ενάντια στους πράκτορες του τσαρισμού, απαντώντας στην αδυσώπητη κριτική των μπολσεβίκων που αντιτάσσανε στον τυχοδιωκτικό ατομικισμό της ιντελιγκέντσιας το ρεύμα προς την εξέγερση των μαζών. Όμως αποκρούοντας όλες τις παραλλαγές του μπλανκισμού και της αναρχίας, ο Λένιν δεν υποκλινόταν ούτε για μια στιγμή μπροστά στην «ιερή» στοιχειακή δύναμη των μαζών. Νωρίτερα και πιο βαθιά από άλλους είχε μελετήσει τη σχέση ανάμεσα στους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες, ανάμεσα στο κίνημα των στοιχειακών δυνάμεων και την πολιτική του κόμματος, ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και την προχωρημένη τάξη, ανάμεσα στο προλεταριάτο και την πρωτοπορία του, ανάμεσα στα σοβιέτ και το κόμμα, ανάμεσα στην εξέγερση και τη συνωμοσία.
Αν είναι όμως αλήθεια πως δεν μπορείς να προκαλέσεις ένα ξεσήκωμα όποτε θέλεις και πως για τη νίκη χρειάζεται συνάμα να οργανώσεις έγκαιρα την εξέγερση, απ’ αυτό το ίδιο μπαίνει μπροστά στην επαναστατική διεύθυνση το πρόβλημα μιας σωστής διάγνωσης: πρέπει έγκαιρα ν’ αντιληφτούμε την εξέγερση που φουντώνει για να την ολοκληρώσουμε με τη συνωμοσία. Η μαιευτική επέμβαση στον τοκετό, αν και γίνεται κατάχρηση αυτής της εικόνας, μένει πάντα η πιο ζωντανή απεικόνιση της συνειδητής ανάμιξης σ’ ένα στοιχειακό προτσέσο. Ο Χέρτσεν κατηγορούσε άλλοτε το φίλο του το Μπακούνιν ότι έπαιρνε αμετάτρεπτα, σ’ όλες τις επαναστατικές του πρωτοβουλίες, το δεύτερο μήνα της εγκυμοσύνης για τον ένατο. Όσο για το Χέρτσεν είταν μάλλον διατεθειμένος ν’ αρνηθεί την εγκυμοσύνη ακόμα και στον ένατο μήνα. Το Φλεβάρη το ζήτημα της ημερομηνίας του τοκετού δεν έμπαινε σχεδόν καθόλου, στο μέτρο που η εξέγερση είχε ξεσπάσει «με τρόπο απροσδόκητο», δίχως συγκεντρωτική διεύθυνση. Μα ίσα-ίσα γι’ αυτό η εξουσία πέρασε όχι σε κείνους που είχαν κάνει την εξέγερση μα σε κείνους που την είχανε φρενάρει. Είταν ολότελα διαφορετικά με την καινούργια εξέγερση: αυτή την είχε συνειδητά προετοιμάσει το μπολσεβίκικο κόμμα. Έτσι το πρόβλημα: να πιάσεις την καλή στιγμή για να δόσεις το σύνθημα της επίθεσης, έπεφτε στο μπολσεβίκικο επιτελείο.
Τη λέξη «στιγμή» δεν πρέπει να την παίρνουμε πάρα πολύ κατά γράμμα, σαν μια καθορισμένη μέρα και ώρα: ακόμα και για τη γέννα η Φύση έχει αφήσει σημαντικές χρονικές διαφορές που τα όριά τους δεν ενδιαφέρουν μόνο τη μαιευτική τέχνη, μα και την καζουιστική του κληρονομικού δικαίου. Ανάμεσα στη στιγμή όπου η απόπειρα να προκαλέσεις ένα ξεσήκωμα πρέπει ακόμα αναπόφευκτα να αποδείχνεται πρόωρη και να οδηγεί σε επαναστατική άμβλωση, και τη στιγμή όπου η ευνοϊκή κατάσταση πρέπει κιόλας να θεωρείται σαν ανεπανόρθωτα χαμένη, μεσολαβεί κάποια περίοδος της επανάστασης – μπορεί να υπολογιστεί σε μερικές βδομάδες, καμιά φορά σε μερικούς μήνες – που στη διάρκεια της η εξέγερση μπορεί να συντελεστεί με μεγαλύτερες ή μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας. Να διακρίνεις αυτή τη σχετικά σύντομη περίοδο και να διαλέξεις έπειτα μιαν ορισμένη στιγμή, με την ακριβή έννοια της μέρας και της ώρας, για να καταφέρεις το τελευταίο χτύπημα, αυτό είναι για την επαναστατική διεύθυνση το πιο υπεύθυνο χρέος. Μπορεί κανείς πολύ σωστά να το αποκαλέσει κόμπο του προβλήματος, γιατί συνδέει την επαναστατική πολιτική με την τεχνική της εξέγερσης: πρέπει μήπως να θυμίσουμε ότι η εξέγερση, το ίδιο όπως και ο πόλεμος, είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα;
Η διαίσθηση και η πείρα είναι αναγκαίες για την επαναστατική διεύθυνση όπως και για όλους τους άλλους τομείς της δημιουργικής τέχνης. Αυτό όμως δεν φτάνει. Και η τέχνη του εμπειρικού γιατρού μπορεί, όχι δίχως επιτυχία, να στηριχτεί πάνω στη διαίσθηση και την πείρα. Η τέχνη του πολιτικού θεραπευτή δεν φτάνει ωστόσο παρά για εποχές και περίοδες όπου κυριαρχεί η ρουτίνα. Μια εποχή μεγάλων ιστορικών καμπών δεν ανέχεται τα έργα των εμπειρικών. Η πείρα, ακόμα και εμπνευσμένη από τη διαίσθηση, δεν της φτάνει. Χρειάζεται μια υλιστική μέθοδος που να σου επιτρέπει να ανακαλύψεις πίσω από τις κινέζικες σκιές των προγραμμάτων και των συνθημάτων την πραγματική κίνηση των κοινωνικών σωμάτων.
Οι βασικοί όροι της επανάστασης συνίστανται σε τούτο, ότι το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς βρίσκεται ανίκανο να λύσει τα θεμελιακά προβλήματα της ανάπτυξης του έθνους. Η επανάσταση γίνεται ωστόσο δυνατή μόνο στην περίπτωση όπου στη σύνθεση της κοινωνίας βρίσκεται μια καινούργια τάξη ικανή να μπει επικεφαλής του έθνους για να λύσει τα προβλήματα που βάζει η ιστορία. Το προπαρασκευαστικό προτσέσο της επανάστασης συνίσταται στο ότι τα αντικειμενικά καθήκοντα τα συνυφασμένα με τις αντιφάσεις της οικονομίας και των τάξεων, ανοίγουν δρόμο μέσα στη συνείδηση των ζωντανών ανθρώπινων μαζών, μεταβάλλουν τις εκδηλώσεις τους και δημιουργούν καινούργιες σχέσεις πολιτικών δυνάμεων.
Οι ιθύνουσες τάξεις, σαν αποτέλεσμα της ολοφάνερης ανικανότητας τους να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο, χάνουν την αυτοπεποίθηση τους, τα παλιά κόμματα αποσυντίθενται, λυσσασμένη πάλη ξεσπάει ανάμεσα στις ομάδες και τις κλίκες, οι ελπίδες μεταφέρονται στο θαύμα ή στο θαυματουργό. Όλα αυτά αποτελούν έναν από τους πολιτικούς όρους της εξέγερσης, εξαιρετικά σημαντικό αν και παθητικό.
Μια μανιασμένη εχθρότητα απέναντι στην καθιερωμένη κοινωνική τάξη και η πρόθεση ν’ αποτολμήσουν τις πιο ηρωικές προσπάθειες, να δόσουν θύματα, για να τραβήξουνε τη χώρα στο δρόμο της ανόρθωσης – τέτοια είναι η καινούργια πολιτική συνείδηση της επαναστατικής τάξης που αποτελεί τον κύριο ενεργητικό όρο της εξέγερσης.
Τα δυο κύρια στρατόπεδα – οι μεγαλοϊδιοκτήτες και το προλεταριάτο – δεν αντιπροσωπεύουν ωστόσο, συνολικά, ολόκληρο το έθνος. Ανάμεσα τους παρεμβάλλονται πλατιά στρώματα της μικρομπουρζουαζίας, που παίρνουν όλα τα χρώματα του οικονομικοπολιτικού πρίσματος. Η δυσαρέσκεια των ενδιάμεσων στρωμάτων, η απογοήτευσή τους από την πολιτική της ιθύνουσας τάξης, η ανυπομονησία τους και το ξεσήκωμά τους, η διάθεση τους να υποστηρίξουν την τολμηρά επαναστατική πρωτοβουλία του προλεταριάτου, αποτελούν τον τρίτο πολιτικό όρο της εξέγερσης, ως ένα μέρος παθητικό στο μέτρο που εξουδετερώνει τις κορυφές της μικρομπουρζουαζίας, ως ένα μέρος ενεργητικό στο μέτρο που σπρώχνει τις βάσεις της να παλέψουν άμεσα πλάι-πλάι με τους εργάτες.
Η καθοριστική αμοιβαιότητα αυτών των όρων είναι φανερή: όσο πιο αποφασιστικά και με σιγουριά δρα το προλεταριάτο, τόσο πιο πολύ έχει τη δυνατότητα να παρασύρει τα ενδιάμεσα στρώματα, τόσο πιο πολύ απομονώνεται η κυρίαρχη τάξη και τόσο πιο πολύ εντείνεται η αποθάρρυνση στους κόλπους της. Κι αντίστροφα, το ξεχαρβάλωμα των ιθυνόντων φέρνει νερό στο μύλο της επαναστατικής τάξης.
Το προλεταριάτο δεν μπορεί να διαποτιστεί, για την εξέγερση, από την απαραίτητη σιγουριά στις ίδιες του τις δυνάμεις παρά μόνο στην περίπτωση που απλώνεται μπροστά του μια ξάστερη προοπτική, αν έχει τη δυνατότητα να επαληθεύσει ενεργά τις σχέσεις των δυνάμεων που αλλάζουνε προς όφελός του, αν νιώθει από πάνω του μια διεύθυνση διορατική, σταθερή και τολμηρή. Αυτό μας οδηγεί στον όρο, τελευταίο στην απαρίθμηση μα όχι και στη σπουδαιότητα του, της κατάκτησης της εξουσίας: στο επαναστατικό κόμμα σαν πρωτοπορία της τάξης σφιχτοδεμένη και ατσαλωμένη.
Χάρη σ’ έναν ευνοϊκό συνδυασμό των ιστορικών συνθηκών, τόσο εσωτερικών όσο και διεθνών, το ρωσικό προλεταριάτο βρέθηκε νά ’χει επικεφαλής του ένα κόμμα εξαιρετικά προικισμένο με πολιτική ξαστεριά και επαναστατικό ατσάλωμα δίχως προηγούμενο: είναι αυτό μόνο που επέτρεψε σε μια νεαρή και ολιγάριθμη τάξη να επιτελέσει ιστορικό έργο ανήκουστης έκτασης. Γενικά, όπως το μαρτυράει η ιστορία – της Κομμούνας του Παρισιού, της γερμανικής και αυστριακής επανάστασης του 1918, των σοβιέτ της Ουγγαρίας και της Βαυαρίας, της ιταλικής επανάστασης του 1919, της γερμανικής κρίσης του 1923, της κινέζικης επανάστασης του 1925-1927, της ισπανικής επανάστασης του 1931 – ο πιο αδύνατος κρίκος στην αλυσίδα των αναγκαίων όρων στάθηκε ως τώρα ο κρίκος του κόμματος: το πιο δύσκολο πράγμα για την εργατική τάξη είναι να δημιουργήσει μιαν επαναστατική οργάνωση που να βρίσκεται στο ύψος των ιστορικών καθηκόντων της. Στις πιο παλιές και πιο πολιτισμένες χώρες, τεράστιες δυνάμεις δουλεύουν για να εξασθενήσουν και ν’ αποσυνθέσουν την επαναστατική πρωτοπορία. Σημαντικό μέρος αυτής της εργασίας το βλέπουμε στην πάλη της σοσιαλδημοκρατίας εναντίον του «μπλανκισμού», ονομασία κάτω από την οποία φιγουράρει η επαναστατική ουσία του μαρξισμού.
Όσο πολυάριθμες κι αν υπήρξαν οι μεγάλες κοινωνικοπολιτικές κρίσεις, τη σύμπτωση όλων των απαραίτητων όρων για μια προλεταριακή εξέγερση νικηφόρα και σταθερή δεν την απαντήσαμε ίσαμε τώρα στην ιστορία παρά μόνο μια φορά: τον Οκτώβρη του 1917 στη Ρωσία. H επαναστατική κατάσταση δεν είναι αιώνια. Απ’ όλους τους βασικούς όρους της εξέγερσης ο λιγότερο σταθερός είναι η ψυχική κατάσταση της μικρομπουρζουαζίας. Σε περίοδο εθνικών κρίσεων αυτή βαδίζει πίσω από την τάξη που όχι μόνο με το λόγο μα και με την πράξη τής εμπνέει εμπιστοσύνη. Ικανή για παρορμητικά τινάγματα, ακόμα και για επαναστατικές μανίες, η μικρομπουρζουαζία δεν έχει αντίσταση, χάνει εύκολα το θάρρος της σε περίπτωση αποτυχίας, κι από τις φλογερές ελπίδες της πέφτει στην απογοήτευση. Είναι αυτές ίσα-ίσα οι βίαιες και γοργές μεταλλαγές στην ψυχική της κατάσταση που δίνουν τόση αστάθεια σε κάθε επαναστατική κατάσταση. Αν το επαναστατικό κόμμα δεν είναι αρκετά αποφασιστικό για να μεταβάλει έγκαιρα την προσδοκία και τις ελπίδες των λαϊκών μαζών σε επαναστατική δράση, τη θέση της πλημμυρίδας την παίρνει σε λίγο η αμπώτιδα: τα ενδιάμεσα στρώματα αποστρέφουν το βλέμμα τους από την επανάσταση και ζητάνε το σωτήρα τους στο αντίθετο στρατόπεδο. Όπως στη φουσκονεριά το προλεταριάτο παρασέρνει πίσω του τη μικρομπουρζουαζία, έτσι στη φυρονεριά η μικρομπουρζουαζία παρασέρνει πίσω της σημαντικά στρώματα του προλεταριάτου. Τέτοια είναι η διαλεκτική των κομμουνιστικών και φασιστικών κυμάτων στην πολιτική εξέλιξη της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Δοκιμάζοντας να στηριχτούν στον αφορισμό του Μαρξ: κανένα καθεστώς δεν εξαφανίζεται από τη σκηνή προτού εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες του, οι μενσεβίκοι θεωρούσαν απαράδεκτη την πάλη για τη δικτατορία του προλεταριάτου στην καθυστερημένη Ρωσία, όπου ο καπιταλισμός είταν μακριά ακόμα από του να έχει ξοδευτεί ολότελα. Σ’ αυτό το συλλογισμό υπήρχαν δυο λάθη, και τα δυο τους μοιραία. Ο καπιταλισμός δεν είναι σύστημα εθνικό, είναι σύστημα παγκόσμιο. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και τα επακόλουθά του έδειξαν ότι το καπιταλιστικό καθεστώς έχει στραγγιχτεί σε παγκόσμια κλίμακα. Η επανάσταση στη Ρωσία είτανε το σπάσιμο του πιο αδύνατου κρίκου στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.
Μα η ψευτιά της μενσεβίκικης αντίληψης αποκαλύπτεται και από εθνική άποψη. Αν σταθεί κανείς σε μιαν οικονομική αφαίρεση μπορεί, ας το δεχτούμε, να βεβαιώσει πως ο καπιταλισμός στη Ρωσία δεν είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές του. Μα τα οικονομικά προτσέσα δεν ξετυλίγονται στους αιθέρες, μα σε συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον. Ο καπιταλισμός δεν είναι αφαίρεση: είναι ζωντανό σύστημα ταξικών σχέσεων που έχει ανάγκη προπαντός από κρατική εξουσία. Ότι η μοναρχία, που κάτω απ’ την προστασία της είχε διαμορφωθεί ο ρωσικός καπιταλισμός, είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές της, αυτό δεν το αρνιόνταν οι μενσεβίκοι. Η Φεβρουαριανή Επανάσταση προσπάθησε να εγκαθιδρύσει ένα ενδιάμεσο κρατικό σύστημα. Παρακολουθήσαμε βήμα το βήμα την ιστορία της: μέσα σε κάπου οχτώ μήνες κείνο το καθεστώς είχε ολότελα εξαντληθεί. Ποιά κυβερνητική τάξη μπορούσε, κάτω απ’ αυτούς τους όρους, να εξασφαλίσει την κατοπινή ανάπτυξη του ρωσικού καπιταλισμού;
«Η αστική δημοκρατία, που την υπεράσπισαν μόνο οι σοσιαλιστές με μετριοπαθείς τάσεις, οι οποίοι δεν έβρισκαν πια στήριγμα στις μάζες... δεν μπορούσε να διατηρηθεί. Όλη η ουσία μέσα της είχε φαγωθεί, δεν έμενε παρά το τσόφλι». Αυτή η σωστή εκτίμηση ανήκει στο Μιλιουκόβ. Η τύχη του καταφαγωμένου συστήματος έπρεπε κατά τη γνώμη του νά ’ναι ίδια με την τύχη του τσαρισμού: «Και το ένα και το άλλο είχαν προετοιμάσει το έδαφος για την επανάσταση· και το ένα και το άλλο δεν είχαν βρει ούτε έναν υπερασπιστή τη μέρα της επανάστασης».
Από τον Ιούλη - Αύγουστο ο Μιλιουκόβ χαρακτήριζε την κατάσταση μ’ ένα δίλημμα ανάμεσα σε δυο ονόματα: Κορνίλοβ ή Λένιν. Μα ο Κορνίλοβ είχε κάνει κιόλας την πρώτη δοκιμή του που είχε τελειώσει με αξιοθρήνητη αποτυχία. Για το καθεστώς του Κερένσκι, όπως και νά ’ναι, δεν έμενε πια θέση. Όσο ποικίλες κι αν είταν οι ψυχικές διαθέσεις, μαρτυράει ο Σουχάνοβ, «δεν υπήρχε ενότητα παρά μόνο στο μίσος για τον κερενσκισμό». Το ίδιο όπως η τσαρική μοναρχία είχε γίνει τελικά αδύνατη για τις κορυφές των ευγενών κι ακόμα για τους μεγάλους δούκες, έτσι και η κυβέρνηση του Κερένσκι κατάντησε μισητή ακόμα και για τους εμπνευστές του καθεστώτος, τους «μεγάλους δούκες» των συμφιλιωτικών κορυφών. Σ’ αυτή τη γενική δυσαρέσκεια, σ’ αυτή την έντονη πολιτική δυσφορία όλων των τάξεων βρίσκεται ένα από τα σπουδαιότερα συμπτώματα μιας επαναστατικής κατάστασης φτασμένης στην ωριμότητά της. Έτσι κάθε μυώνας, κάθε νεύρο, κάθε ίνα του οργανισμού είναι αφόρητα τεντωμένα την παραμονή του ανοίγματος ενός μεγάλου αποστήματος.
Η απόφαση του μπολσεβίκικου Συνεδρίου του Ιούλη που προφύλαγε τους εργάτες από τις πρόωρες συγκρούσεις, υπόδειχνε σύγκαιρα πως θά ’πρεπε να δεχτούν την πάλη «όταν η κρίση ολόκληρου του έθνους και το βαθύ ξεσήκωμα των μαζών θα δημιουργούσαν όρους ευνοϊκούς για τον ερχομό των φτωχών στοιχείων της πόλης και του κάμπου στην υπόθεση των εργατών». Αυτή η στιγμή έφτασε το Σεπτέμβρη - Οκτώβρη.
Η εξέγερση δικαιούνταν από κει και πέρα να υπολογίζει στην επιτυχία, αφού μπορούσε να στηριχτεί πάνω σε ατόφια λαϊκή πλειοψηφία. Δεν πρέπει, εννοείται, να το πάρουμε αυτό τυπικά. Αν στο ζήτημα της εξέγερσης είχε ανοίξει προηγούμενα δημοψήφισμα, αυτό θά ’δινε αποτελέσματα εξαιρετικά αντιφατικά και αβέβαια. Η εσώτερη διάθεση να υποστηρίξεις την εξέγερση δεν μπορεί καθόλου να ταυτιστεί με την ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι καθαρά από τα πριν την αναγκαιότητα της εξέγερσης. Πέρα απ’ αυτό, οι απαντήσεις θα εξαρτιόντανε σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον ίδιο τον τρόπο θέσης του ζητήματος, από το όργανο που θα κατεύθυνε την έρευνα ή, για να μιλήσουμε πιο απλά, από την τάξη που θα βρισκότανε στην εξουσία.
Οι μέθοδες της δημοκρατίας έχουν τα όριά τους. Μπορείς να ρωτήσεις όλους τους επιβάτες ενός τρένου ποιος τύπος βαγονιού τους αρέσει καλύτερα, μα δεν μπορείς να πας να τους ρωτήσεις όλους αν πρέπει να φρενάρεις ένα τρένο που κινδυνεύει να εκτροχιαστεί. Κι όμως αν η σωτήρια ενέργεια γίνει επιδέξια και έγκαιρα, είσαι σίγουρος ότι έχεις την έγκριση των επιβατών.
Οι κοινοβουλευτικές γνωμοδοτήσεις του λαού γίνονται όλες ταυτόχρονα. Ωστόσο τα διάφορα λαϊκά στρώματα σε καιρό επανάστασης φτάνουν σ’ ένα και το ίδιο συμπέρασμα με αναπόφευκτη καθυστέρηση, καμιά φορά πολύ μικρή, το ένα από το άλλο. Ενώ η πρωτοπορία φλεγόταν από επαναστατική ανυπομονησία, τα καθυστερημένα στρώματα μόλις άρχιζαν να σηκώνουν κεφάλι. Στην Πετρούπολη και στη Μόσχα όλες οι μαζικές οργανώσεις είτανε κάτω από τη διεύθυνση των μπολσεβίκων· στο κυβερνείο του Ταμπόβ, που είχε πάνω από τρία εκατομμύρια κατοίκους, δηλαδή πάνω-κάτω όσους και οι δυο πρωτεύουσες μαζί, μπολσεβίκικη φράξια εμφανίζεται στο Σοβιέτ για πρώτη φορά λίγο μόνο πριν από την εξέγερση του Οκτώβρη.
Οι συλλογισμοί της αντικειμενικής εξέλιξης δεν συμπέφτουνε καθόλου – μέρα τη μέρα – με τους συλλογισμούς της σκέψης των μαζών. Κι όταν μια μεγάλη πρακτική απόφαση, από την πορεία των πραγμάτων, γίνεται επείγουσα, αυτή επιτρέπει λιγότερο από κάθε τι δημοψήφισμα. Οι διαφορές επίπεδου και ψυχικής κατάστασης στα διάφορα λαϊκά στρώματα περιορίζονται με τη δράση: τα πρωτοποριακά στοιχεία τραβάνε τους διστακτικούς κι απομονώνουνε κείνους που αντιστέκονται. Η πλειοψηφία δεν μετριέται, κατακτιέται. Η εξέγερση φουντώνει ίσα-ίσα όταν η λύση των αντιφάσεων δεν φαίνεται πια παρά στο δρόμο της άμεσης δράσης.
Ανίκανη να βγάλει η ίδια από τον πόλεμό της με τους ευγενείς τα αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα, η αγροτιά ωστόσο, από το ίδιο το γεγονός του ξεσηκωμού της, έσμιγε προκαταβολικά με την εξέγερση στις πόλεις, την καλούσε και τη ζητούσε. Εξέφραζε τη θέλησή της όχι με λευκό ψηφοδέλτιο μα με τον «κόκκινο κόκορα»: είταν αυτό ένα δημοψήφισμα πιο σοβαρό. Στα όρια όπου η υποστήριξη της αγροτιάς είταν απαραίτητη για την εγκαθίδρυση της σοβιετικής δικτατορίας, είταν εκεί. «Αυτή η δικτατορία – απαντούσε ο Λένιν στους αναποφάσιστους – θά ’δινε τη γη στους χωρικούς κι όλες τις εξουσίες στις τοπικές αγροτικές επιτροπές: πως μπορεί κανείς, αν δεν έχει χάσει το μυαλό του, να αμφιβάλει ότι οι χωρικοί θα υποστήριζαν αυτή τη δικτατορία;» Για να μπορούν οι στρατιώτες, οι χωρικοί, οι καταπιεζόμενες εθνότητες, που περιπλανιόντανε μέσα στη χιονοθύελλα των ψηφοδελτίων, να γνωρίσουνε τους μπολσεβίκους στο έργο, χρειαζόταν οι μπολσεβίκοι να πάρουν την εξουσία.
Γράφτηκε: Το 1930 στην Πρίγκιπο
Πηγή: Αποτελεί το XΧ Κεφάλαιο του Β΄ Τόμου της Ιστορίας της Ρωσικής Επανάστασης
Μετάφραση: ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΙΛΛΗΣ (σημ Praxis: εδώ απόσπασμα απο το πρώτο μέρος του κειμένου)
Σύνταξη-Επιμέλεια: Θεοδόσης ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
HTML Markup: Θ. Θωμαδάκης - Γ. Κουκλάκης για τα Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET, 22 Δεκέμβρη 2009
Πηγή: marxistsorg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου