Diego Rivera, "Man at the Crossroads", 1934. |
Fredric Jameson, Valences of the Dialectic
(Verso 2009, 625 σελίδες)
Η επόμενη μας λογική πιθανότητα θα θέσει την πρώτη σε προοπτική, εφόσον φέρνει μπροστά μας μια διπολική αντίθεση που δεν μπορεί να θεωρηθεί ασύμμετρη, στον βαθμό που αμφότεροι οι όροι της μπορούν να θεωρηθούν αρνητικά, στερητικά φαινόμενα. Σε αντίθεση με τις πλήρως καταφατικές δυνάμεις του μυθικού δυϊσμού αλλά και των ετερογενών όρων, κανένας από τους δύο όρους δεν μπορεί να αναλάβει κεντρικό ή κυρίαρχο ρόλο. Εδώ δεν είναι ζήτημα της αποκατάστασης του περιθωριακού όρου στην ολότητα, ή ενσωμάτωσής του στον θετικό ή κεντρικό όρο στον οποίο [ο περιθωριακός όρος] ήταν το σφάλμα ή το ρήγμα. Είναι μάλλον ζήτημα της αποκάλυψης μιας αντίστοιχης ρωγμής στο αντίθετό του, στον ως τώρα θετικό όρο.
Πράγματι, η γλώσσα (και η αντίθεση) της κατάφασης και της άρνησης υποβάλλεται εδώ σε ένα σημαντικό βαθμό λογικής και μεταφυσικής πίεσης, στον βαθμό κατά τον οποίο μοιάζει δύσκολο να διατηρηθεί η προϋπόθεση της άρνησης όταν πρόκειται για μια κατάσταση όπου δεν υπάρχει τίποτε θετικό που να μπορεί να αρνηθεί το υποτιθέμενο αρνητικό. Ίσως όμως να είναι αυτό ακριβώς το παράδοξο που εκφράζει σ' εκε΄νο το αρχικό σωσυριανό παράδοξο της καθαρής σχέσης "χωρίς θετικούς όρους" --και στο οποίο η ταυτότητα ή το νόημα καθορίζονται αμφότερα από την καθαρή διαφορά.
Φαίνεται πιο σωστό σ' αυτό το σημείο να επιμείνουμε στην διαγνωστική λειτουργία μιας τέτοιου είδους αντίθεσης. Η διαλεκτική της είναι βέβαια παρούσα σε αρκετά σημεία στον Μαρξ, αλλά δεν φτάνει στην πλήρη της πολεμική εκδίπλωση παρά όταν φτάνουμε στον Λένιν. ιότι σε αυτή την πρώτη ομάδα παραδειγμάτων η "σύγκλιση των αντιθέτων" θα γίνει μια ταξινόμηση στόχων της πολεμικής, των πολιτικών στρατηγικών αυτών των αντιπάλων που ο Λένιν θεωρεί ότι παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα και αδυναμίες.
Παρ' όλα αυτά το επιχείρημα στο Τι να κάνουμε; είναι αναπάντεχο και παράδοξο. Διότι εδώ ο Λένιν απορρίπτει ταυτόχρονα τον οικονομισμό και την τρομοκρατία και αναπτύσσει μια ρωμαλέα κριτική η οποία περιλαμβάνει τόσο την ιδέα της σταδιακής σοσιαλδημοκρατίας (και του εργατισμού που βασίζεται στον συνδικαλισμό) όσο και της "εξωκοινοβουλευτικές" δραστηριότητες των ακροαριστερών ακτιβιστών. Και τα δύο χαρακτηρίζονται από αυτό που ο Λένιν ονομάζει "υποταγή στον αυθορμητισμό":
Με μια πρώτη ματιά, ο ισχυρισμός μας μπορεί να φαίνεται παράδοξος, εφόσον η διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά φαίνεται τόσο τεράστια: το πρώτο δίνει έμφαση στον "γκρίζο καθημερινό αγώνα" ενώ το άλλο καλεί τα άτομα σε αγώνα άκρας αυτοθυσίας. Αλλά δεν πρόκειται για παράδοξο. Οι οικονομιστές και οι τρομοκράτες απλώς υποτάσσονται σε διαφορετικούς πόλους του αυθορμητισμού: οι οικονομιστές υποτάσσονται στον αυθορμητισμό του "απλού και καθαρού" εργατικού κινήματος, ενώ οι τρομοκράτες υποτάσσονται στον αυθορμητισμό της παθιασμένης οργής των διανοουμένων, οι οποίοι είτε είναι ανίκανοι να συνδέσουν τον επαναστατικό αγώνα με το εργατικό κίνημα, είτε δεν έχουν την ευκαιρία να το κάνουν (Essential Works of Lenin, Νέα Υόρκη, 1966, σ. 109).
Θα πρέπει να ειπωθεί ότι η πολεμική αυτή δεν θα πρέπει να εννοηθεί ως απόρριψη του περιεχομένου καμμίας από τις δύο ομάδες. Ο Λένιν δεν υποτιμούσε την σημασία των θεμάτων που ανακύπτουν στον εργασιακό χώρο ή της συνδικαλιστικής οργάνωσης, ούτε περιφρονούσε των ηρωισμό των δραματικών πράξεων των φοιτητών και των διανοουμένων (ο αδερφός του, ας θυμηθούμε, εκτελέστηκε για το αδίκημα της συνομωσίας για την δολοφονία του Τσάρου Αλέξανδρου του Τρίτου). Είναι η συνεπαγωγή πολιτικής και πολιτικής στρατηγικής από αυτές τις δύο κοινωνικές δυναμικές που ο Λένιν στιγματίζει ως σύγκλιση κακών αντιθέτων. Μπορούμε να δούμε αυτή την διαλεκτική διαδικασία ως μια μορφή διάγνωσης δύο διαφορετικών συμτπμάτων που ενώνονται σε μία κοινή αιτία, δηλαδή τον "αυθορμητισμό"· ή, για να ακολουθήσουμε την αριστοτελική μέθοδο, μπορούμε να δούμε αυτά τα δύο πολιτικά σφάλματα ή παρεκκλίσεις ως τα δύο άκρα τα οποία μπορούν να αποφευχθούν μέσω της προσήλωσης στον "χρυσό" εκείνο κανόνα που συνίσταται εδώ στην λενινιστική αντίληψη για το κόμμα (το οποίο ενώνει διανοούμενους και εργατική τάξη). Η πρώτη βέβαια εκδοχή μοιάζει αρκετά περισσότερο με την στιγμή εκείνη της σύνθεσης που προϋποθέτει το παλιό μοντέλο θέσης-αντίθεσης-σύνθεσης, ενώ η αριστοτελική διαδικασία είναι εξίσου εξαντλημένη και στερεοτυπική. Αυτό που είναι πολύ πιο σοβαρά διαλεκτικό σε τούτες τις αναλύσεις παραμένει η "παράδοξη" πρόταση ότι οι δύο θέσεις που καταδικάζονται είναι κατά κάποιο τρόπο "ίδιες." Αυτό όμως δεν συνιστά απλώς σύγκλιση αντιθέτων αλλά επίσης ένωση αρνητικών όρων.
Πηγή: PraxisRed
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου