Subscribe:

Ads 468x60px

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Ellen Meiksins Wood-Η υπαναχώρηση από την έννοια της τάξης. Κεφάλαιο 3: Νίκος Πουλαντζάς (Ι)

Source: Lenin Reloaded


Ellen Meiksins Wood
Η υπαναχώρηση από την έννοια της τάξης
(The Retreat from Class)
Κεφάλαιο 3: Ο Πρόδρομος: Νίκος Πουλαντζάς
Μτφρ.: Δ.Ν. Παρίσογλου

Ι
Όλες οι μείζονες θεματικές του ΝΠΣ [Νέου Πραγματικού Σοσιαλισμού] υπάρχουν σε εμβρυακή μορφή στο έργο του Νίκου Πουλαντζά· και είναι πιθανό ότι αν ζούσε θα μπορούσε να έχει οδηγήσει τη λογική της θεωρητικής και πολιτικής πορείας του στη θέση που καταλαμβάνεται τώρα από πολλούς μετα-Αλτουσεριανούς συναδέλφους του. Ωστόσο, ποτέ δεν πήγε τόσο μακριά· κι αν ο Πουλαντζάς είναι αναμφίβολα μια σημαντική επιρροή, δεν μπορεί πραγματικά να θεωρηθεί, θεωρητικά και πολιτικά, ως ένας ώριμος Νέος Πραγματικός Σοσιαλιστής  όσον αφορά είτε τη θεωρητική απόσπαση της ιδεολογίας και της πολιτικής από κάθε κοινωνικό προσδιορισμό, είτε την πολιτική αποστασιοποίηση του σοσιαλισμού από την εργατική τάξη.

Ο Πουλαντζάς αξίζει ιδιαίτερης προσοχής, όχι μόνο επειδή είναι ίσως ο πιο σημαντικός θεωρητικός της μετα-Αλτουσεριανής παράδοσης, αυτός που έχει κάνει τα περισσότερα για να θεμελιώσει αυτή την παράδοση ―μαζί με τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς της― πιο στέρεα στα άμεσα πολιτικά προβλήματα του σύγχρονου σοσιαλισμού, αλλά και επειδή συνέβαλε καταλυτικά στον επαναπροσανατολισμό των Μαρξιστών σε θεωρητικά προβλήματα που σε γενικές γραμμές είχαν παραμεληθεί δια μακρόν. Ο βαθμός επιρροής του στη σημερινή γενιά των πολιτικών θεωρητικών του Μαρξισμού ―που είναι και το πιο εντυπωσιακό στην τραγικά βραχύβια καριέρα του― θα ήταν επαρκής λόγος για να τον ξεχωρίζουμε ως μια παραδειγματική περίπτωση. Εντούτοις αποτελεί παραδειγματική περίπτωση και με μία πιο γενική, ιστορική έννοια. Η πορεία της πολιτικής και θεωρητικής του εξέλιξης ιχνηλατεί την τροχιά μιας σημαντικής τάσης στην Ευρωπαϊκή Αριστερά, αντανακλώντας την πολιτική οδύσσεια μιας ολόκληρης γενιάς.

Όταν Πουλαντζάς έγραψε το πρώτο του σημαντικό θεωρητικό έργο, Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1968, επιζητούσε, όπως και πολλοί άλλοι, ένα θεμέλιο για τη σοσιαλιστική πολιτική που δεν ήταν ούτε Σταλινικό ούτε σοσιαλδημοκρατικό. Τότε, στο κατώφλι της Ευρωκομμουνιστικής εποχής, δεν υπήρχε καμμία προφανής εναλλακτική λύση στην Ευρώπη. Η θεωρητική διερεύνηση του Πουλαντζά περί του πολιτικού θεμελίου ήταν ακόμα αφηρημένα κριτική, αρνητική, και μακριά από τις θεωρητικές βάσεις των κύριων διαθέσιμων επιλογών, χωρίς σαφή θετική δέσμευση σε οποιαδήποτε κομματική γραμμή. Όπως πολλοί από τους συγχρόνους του, ωστόσο, φαίνεται πως έκλινε προς την ακρο-Αριστερή, λιγότερο ή περισσότερο Μαοϊκή, επιλογή. Τουλάχιστον, ο θεωρητικός εξοπλισμός του [apparatus] ―βαθιά υποχρεωμένος τον Αλτουσέρ, του οποίου οι Μαοϊκές συμπάθειες ήταν τότε αρκετά σαφείς― φέρει σημαντικά ίχνη αυτής της δέσμευσης. Η επίθεση στον «οικονομισμό», που είναι το σήμα κατατεθέν του έργου του Πουλαντζά, και η βάση της έμφασης που έδωσε στην ιδιαιτερότητα και την αυτονομία της πολιτικής, ήταν ουσιώδης στον Μαοϊσμό και αποτέλεσε ένα από τα κύρια θέλγητρά του για ανθρώπους όπως ο Αλτουσέρ. Η έννοια της «πολιτιστικής επανάστασης» άσκησε επίσης ισχυρή γοητεία στον Πουλαντζά, όπως και σε πολλούς άλλους που την θεώρησαν ως γενεσιουργό αρχή «επαναστάσων», όπως αυτή του Μάη του 1968. Ανεξαρτήτως του τι σήμαινε αυτή η έννοια για τους Κινέζους, υιοθετήθηκε από φοιτητές και διανοούμενους στη Δύση ως προπέτασμα για επαναστατικά κινήματα χωρίς συγκεκριμένα σημεία επικέντρωσης ή εστιασμένους πολιτικούς στόχους, τα οποία χαρακτηρίζονται αντίθετα από τη διάχυση της πάλης σε όλο το κοινωνικό «σύστημα» και σε όλα τα μέσα της ιδεολογικής και πολιτιστικής ενσωμάτωσης. Οι θεωρητικές επιπτώσεις αυτής της αντίληψης καταδεικνύονται από τον ίδιο τον Πουλαντζά, για παράδειγμα, στη συζήτησή του με τον Ραλφ Μίλιμπαντ. Σ’ αυτό τον διάλογο, ο Πουλαντζάς υιοθέτησε την Αλτουσεριανή έννοια των «ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους», σύμφωνα με την οποία διάφοροι ιδεολογικοί θεσμοί της πολιτικής κοινωνίας [civil society] που λειτουργούν για να διατηρηθεί η ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης ―όπως η Εκκλησία, τα σχολεία, ακόμα και τα συνδικάτα― αντιμετωπίζονται ως ανήκοντα στο σύστημα του κράτους.[1]  Πρότεινε τη σύνδεση της ιδέας της «πολιτιστικής επανάστασης» με την στρατηγική αναγκαιότητα της «θραύσης» αυτών των ιδεολογικών μηχανισμών. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι υπέρμαχοι της «πολιτιστικής επανάστασης» οι οποίοι προσελκύστηκαν από αυτή την έννοια εξέλαβαν τους εν λόγω «μηχανισμούς» ως μέρος του κράτους, νομιμοποιώντας έτσι θεωρητικά την στροφή προς την «πολιτιστική» και ιδεολογική επανάσταση και τη διάχυση της πάλης. Πράγματι, η κεντρική θέση της ιδεολογίας στην μετα-Αλτουσεριανή πολιτική και θεωρία, ανεξάρτητα από τις τροποποιήσεις που έχει υποστεί έκτοτε, ενδεχομένως οφείλεται στην σύλληψη του κοινωνικού μετασχηματισμού ως μία «πολιτιστική επανάσταση» – αν όχι στην πρωτότυπη Κινεζική μορφή της, τουλάχιστον στο ειδικά Δυτικό ιδίωμα του Μάη του 1968. Υπάρχει, επίσης στον πρώιμο Πουλαντζά, όπως και σε πολλούς από τους συγχρόνους του, κάτι που θυμίζει πολύ (όπως επεσήμανε ο Μίλιμπαντ στη συζήτηση με τον Πουλαντζά) την «ακρο-Αριστερή παρέκκλιση», σύμφωνα με την οποία μικρή διαφορά υπάρχει μεταξύ των διαφόρων μορφών του καπιταλιστικού κράτους, είτε φασιστικής είτε φιλελευθερο-δημοκρατικής μορφής, και οι αστικο-δημοκρατικές μορφές είναι κάτι περισσότερο από απάτη και μυστικοποίηση. Ευδιάκριτα ίχνη αυτής της άποψης μπορούν να ανευρεθούν, για παράδειγμα, στην αντίληψη του Πουλαντζά για τον Βοναπαρτισμό ως βασικό χαρακτηριστικό όλων των καπιταλιστικών κρατών

Πολλές από αυτές τις έννοιες εγκαταλείφθηκαν ή τροποποιήθηκαν από τον Πουλαντζά τόσο κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης όσο και στο μεταγενέστερο έργο του. Όπως η προγενέστερη πολιτική στάση του, με τις ακρο-Αριστερές και Μαοϊκές προσμίξεις, έδωσε τη θέση της στον Ευρωκομμουνισμό, έτσι απομακρύνθηκε και από τις προηγούμενες απόψεις του για τον Βοναπαρτισμό, τους «ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους», και ούτω καθεξής. Κυρίως η θεωρία του για το κράτος, καθώς και οι ρητές πολιτικές διακηρύξεις του, μετατοπίστηκαν από την προφανή υποτίμηση των φιλελεύθερων δημοκρατικών μορφών προς μια έστω επιφυλακτική αποδοχή ―κυρίως στο τελευταίο βιβλίο του, Κράτος, Εξουσία, Σοσιαλισμός― της Ευρωκομμουνιστικής οπτικής για την μετάβαση στο σοσιαλισμό ως επέκταση των υφιστάμενων αστικών δημοκρατικών μορφών.

Οι μετατοπίσεις, τόσο σε πολιτικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο, είναι ουσιαστικές· αλλά παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια συνέχεια, μια ενότητα των υπόρρητων παραδοχών, που λέει πολλά, όχι μόνο για τον ίδιο τον Πουλαντζά, αλλά για τη λογική που διατρέχει την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, ή ένα σημαντικό τμήμα της, από τη δεκαετία του 1960. Υπάρχει μια χαρακτηριστική αμφισημία στην αντίληψή του για τον δημοκρατικό σοσιαλισμό και τα μέσα με τα οποία πρέπει να επιτευχθεί, μια αμφισημία που εξακολουθεί να υφίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού από τον «Μαοϊσμό» στον Ευρωκομμουνισμό και τείνει προς την εκτόπιση της ταξικής πάλης και της εργατικής τάξης.

ΙΙ
Η θεωρία του Πουλαντζά για το κράτος, λόγω του σχολαστικισμού της, είχε εξ αρχής ως κίνητρο στρατηγικά ζητήματα και την ανάγκη να παράσχει μία θεωρητική βάση από την οποία θα ασκούσε «επιστημονική» κριτική σε μερικά πολιτικά προγράμματα και θα υποστήριζε άλλα. Στο Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις, ο Πουλαντζάς κατασκεύασε μία περίτεχνη θεωρητική επιχειρηματολογία κυρίως για να αποδείξει και να διασαφηνίσει δύο βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού κράτους: τον ενιαίο χαρακτήρα της θεσμοθετημένης εξουσίας του και τη «σχετική αυτονομία» του έναντι των κυρίαρχων τάξεων. Παραδόξως, υποστήριξε ο Πουλαντζάς, οι κυρίαρχες τάξεις στον καπιταλισμό δεν αντλούν την «ξεκάθαρη και αποκλειστική πολιτική εξουσία» τους από την κατοχή ή από την πραγματική συμμετοχή τους στα «τμήματα» της θεσμοθετημένης κρατικής εξουσίας, αλλά αντίθετα από την «σχετική αυτονομία» που επιτρέπει στο κράτος να τους παράσχει την πολιτική ενότητα που ειδάλλως στερούνται.[2]

Το ερώτημα που διέπει αυτά τα θεωρητικά επιχειρήματα είναι ουσιαστικά στρατηγικό: «μπορεί το κράτος να έχει μια τέτοια αυτονομία έναντι των κυρίαρχων τάξεων ώστε να μπορεί να επιτύχει το πέρασμα στο σοσιαλισμό χωρίς ο κρατικός μηχανισμός να κατακερματιστεί από την κατάκτηση της ταξικής εξουσίας;» [3]  Η απάντηση του Πουλαντζά έχει συγκεκριμένους στόχους. Επιτίθεται στα «εργαλειακά» επιχειρήματα, τα οποία αντιμετωπίζουν το κράτος ως ένα απλό εργαλείο των κυρίαρχων τάξεων. Επίσης, απορρίπτει την άλλη πλευρά του «εργαλειακού» νομίσματος, την άποψη ότι το εργαλείο μπορεί εύκολα να αλλάξει χέρια και ότι, ως ένα αδρανές και ουδέτερο εργαλείο, μπορεί να να χρησιμοποηθεί τόσο εύκολα προς το συμφέρον του σοσιαλισμού, όπως παλιά χρησιμοποιόταν προς το συμφέρον του κεφαλαίου.[4] Εν ολίγοις, ο Πουλαντζάς επιτίθεται ρητώς στα θεωρητικά θεμέλια του «ρεφορμισμού» και στην πολιτική στρατηγικής της σοσιαλδημοκρατίας. Η στρατηγική αυτή ουσιαστικά συμφωνεί με την αστική πλουραλιστική άποψη ότι το κράτος μπορεί να ανήκει σε διάφορα εξισορροπητικά συμφέροντα και απορρέει από την πεποίθηση ότι, μόλις οι εκπρόσωποι της εργατικής τάξης κυριαρχήσουν, η επανάσταση μπορεί να επιτευχθεί «από τα πάνω», αθόρυβα και σταδιακά, χωρίς κανέναν μετασχηματισμό του ίδιου του κράτους. Πράγματι, για τους σοσιαλδημοκράτες, ο σημερινός κρατικο-μονοπωλιακός καπιταλισμός μπορεί να εμφανίζεται ως ένα ήδη μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Οι πολιτικές και νομικές μορφές, οι οποίες προηγούνται της οικονομίας, θα τραβήξουν απλώς την τελευταία πίσω τους, επιτρέποντας μια αποσπασματική μετάβαση στο σοσιαλισμό χωρίς ταξική πάλη.

Σε αυτό το στάδιο, οι πολιτικές πεποιθήσεις του ίδιου του Πουλαντζά παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αδιευκρίνιστες, εκτός απ’ αυτή την πολύ γενική επίθεση στην σοσιαλδημοκρατία. Αν και η θεωρία του για το κράτος θα μπορούσε να ιδωθεί ως μία επίθεση εναντίον του Σταλινισμού ―όπως ξεκάθαρα έκανε ο ίδιος μεταγενέστερα αντιμετωπίζοντας τον Σταλινισμό λίγο-πολύ ως την κύρια όψη του σοσιαλδημοκρατικού «κρατισμού»― σε αυτό το πρώιμο έργο αυτού του είδους η κριτική είναι υποτονική· είναι ακόμα υπεβολικά αδύναμη για να ερμηνευθεί ως «αντι-κρατισμός». Στο μέτρο που το βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπεριέχει υποδόριες κριτικές εναντίον του ΚΚΓ, αυτές είναι απολύτως κωδικοποιημένες, όπως είναι στο έργο του Αλτουσέρ εκείνης της περιόδου. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί για το Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις είναι ότι γενικά επιχειρεί να εκφράσει μία πιστότητα στην Λενινιστική παράδοση με τις Αλτουσεριανές διαμεσολαβήσεις της.

Υπάρχουν, ωστόσο, σημαντικοί θεωρητικοί ελιγμοί σ’ αυτό το έργο οι οποίοι έχουν εκτεταμένες πολιτικές επιπτώσεις. Εδώ, ο Πουλαντζάς αρχίζει να καθιερώνει την κυριαρχία του πολιτικού, προχωρώντας πέρα από μέντορά του Αλτουσέρ, και τον Μπαλιμπάρ, και αποστασιοποιούμενος ο ίδιος από τον Μαρξιστικό «οικονομισμό». Εδώ ενδεχομένως σηματοδοτούνται οι Μαοϊκές τάσεις που θα καταστούν σαφέστερες στο επόμενο μείζον έργο του, Φασισμός και Δικτατορία· επίσης όμως διαμορφώνει ένα θεωρητικό εργαλείο το οποίο, όπως αποδεικνύεται, θα συνεχίσει να είναι χρήσιμο στην μεταγενέστερη στροφή του στον Ευρωκομμουνισμό.

Ο Πουλαντζάς εξηγεί κατ’ αρχάς τις συνθήκες υπό τις οποίες το πολιτικό είναι «κυρίαρχο»:
...ως προς τον σφαιρικό ρόλο του κράτους, η κυριαρχία της οικονομικής λειτουργίας του υποδηλώνει ότι, κατά γενικό κανόνα, ο κυρίαρχος ρόλος στην άρθρωση των στιγμών [instances] ενός σχηματισμού επιστρέφει στο πολιτικό· και αυτό όχι τόσο μόνο με τη στενή έννοια της άμεσης λειτουργίας του κράτους στην καθαρά πολιτικού χαρακτήρα ταξική πάλη, αλλά αντίθετα με την έννοια που υποδηλώνειται εδώ. Στην περίπτωση αυτή, η κυριαρχία της οικονομικής λειτουργίας του κράτους έναντι των άλλων λειτουργιών του συνδέεται με τον κυρίαρχο ρόλο του, δεδομένου ότι λειτουργεί ως o συνεκτικός παράγοντας που καθιστά αναγκαία την παρέμβαση του σε εκείνη τη στιγμή [instance] που διατηρεί τον καθοριστικό ρόλο ενός σχηματισμού, δηλαδή, το οικονομικό. Αυτή είναι σαφώς η περίπτωση, για παράδειγμα, του δεσποτικού κράτους στον Ασιατικό τρόπο παραγωγής, όπου η κυριαρχία του πολιτικού αντικατοπτρίζεται στην κυριαρχία της οικονομική λειτουργία του κράτους· ή πάλι, στους καπιταλιστικούς σχηματισμούς, η περίπτωση του κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού και της «παρεμβατικής» μορφής του καπιταλιστικού κράτους. Ενώ στην περίπτωση μιας τέτοιας μορφής καπιταλιστικού κράτους όπως το «φιλελεύθερο» κράτος του ιδιωτικού καπιταλισμού, ο κυρίαρχος ρόλος που κατέχεται από το οικονομικό αντικατοπτρίζεται από την κυριαρχία της αυστηρά πολιτικής λειτουργίας του κράτους ―το κράτος ως «αστυφύλακας» [l' état gendarme]― και από την μη παρέμβαση του κράτους στο οικονομικό.[5]
Στο μεταγενέστερο έργο του, η ίδια αυτή ιδέα θα δηλώθει πιο συνοπτικά:
[...] ο μονοπωλιακός καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από την μετατόπιση της κυριαρχίας μέσα στον ΚΤΠ [Καπιταλιστικό Τρόπο Παραγωγής] από το οικονομικό στο πολιτικό, δηλαδή στο κράτος, ενώ το ανταγωνιστικό στάδιο χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι το οικονομικό έπαιξε κυρίαρχο ρόλο πέραν του ότι είναι καθοριστικό.[6]
Με άλλα λόγια, παρά τον διαχωρισμό του οικονομικού και του πολιτικού που αποτελεί μοναδικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού και που επιβιώνει στο μονοπωλιακό στάδιο, λόγω της επέκτασης του τομέα της κρατικής παρέμβασης η πολιτική σφαίρα αποκτά μία θέση ανάλογη με την «κυριαρχία» της πολιτικής σφαίρας στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής. Ο Πουλαντζάς, εν προκειμένω, προβαίνει ακόμα σε μια αναλογία ανάμεσα στον κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό και τον «Ασιατικό τρόπο παραγωγής».

Αυτή η αναλογία και η αντίληψη του Πουλαντζά για την «κυριαρχία» του πολιτικού στον κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό αποκαλύπτει πολλά σχετικά με τις απόψεις του. Το επιχείρημά του βασίζεται στην Αλτουσεριανή αρχή ότι, ενώ το οικονομικό πάντα «καθορίζει σε τελευταία ανάλυση», άλλες «στιγμές» της κοινωνικής δομής μπορούν εξίσου να κατέχουν «καθοριστική» ή «κυρίαρχη» θέση. Στην πραγματικότητα, το οικονομικό «καθορίζει» καθορίζοντας απλώς το ποιά στιγμή θα είναι καθοριστική ή κυρίαρχη. Στην καλύτερη περίπωση προκειται για μία αδέξια και προβληματική ιδέα· αλλά έχει κάποιο νόημα στο βαθμό που σκοπεύει να εκφράσει το ότι σε κάποιους τρόπους παραγωγής ―κατά κανόνα, μάλιστα, στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες― οι σχέσεις παραγωγής και εκμετάλλευσης μπορούν να οργανωθούν με «εξω-οικονομικούς» τρόπους. Έτσι, για παράδειγμα, στην φεουδαρχία η απόσπαση πλεονάσματος γίνεται με εξω-οικονομικά μέσα δεδομένου ότι οι εκμεταλλευτικές εξουσίες του άρχοντα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις πολιτικές εξουσίες του, την κατοχή εκ μέρους του ενός «τμήματος» του κράτους. Ομοίως, στον «Ασιατικό τρόπο παραγωγής», μπορούμε να πούμε ότι το «πολιτικό» είναι κυρίαρχο, όχι με την έννοια ότι οι πολιτικές σχέσεις υπερισχύουν των σχέσεων εκμετάλλευσης, αλλά αντιθέτως με την έννοια ότι οι ίδιες οι εκμεταλλευτικές σχέσεις παίρνουν πολιτική μορφή στο βαθμό που το ίδιο το κράτος είναι ο πρωταρχικός, άμεσος σφετεριστής της υπερεργασίας. Είναι ακριβώς αυτή η σύντηξη «πολιτικού» και «οικονομικού» που διακρίνει αυτές τις περιπτώσεις από τον καπιταλισμό όπου η εκμετάλλευση, βασιζόμενη στην πλήρη απαλλοτρίωση των άμεσων παραγωγών και όχι στην νομική ή πολιτική τους εξάρτηση ή υποτέλεια, παίρνει μια καθαρά «οικονομική» μορφή. Αυτή είναι λιγότερο ή περισσότερο η έννοια με την οποία ο Αλτουσέρ και Μπαλιμπάρ εννοούν την αρχή του «καθορισμoύ σε τελευταία ανάλυση». Στα χέρια του Πουλαντζά, ωστόσο, η ιδέα υφίσταται μια λεπτή αλλά πολύ σημαντική μεταμόρφωση.[7]

Στο πρωτότυπο σχήμα, οι σχέσεις εκμετάλλευσης είναι πάντοτε κεντρικές, αν και μπορούν να λάβουν «εξω-οικονομικές» μορφές. Στην διατύπωση του Πουλαντζά, οι σχέσεις εκμετάλλευσης παύουν να είναι αποφασιστικής σημασίας. Για εκείνον, οι σχέσεις εκμετάλλευσης ανήκουν στην οικονομική σφαίρα· και το «οικονομικό» στις προ-καπιταλιστικές κοινωνίες, και προφανώς στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, μπορεί να υποτάσσεται σε μια ξεχωριστή πολιτική σφαίρα, με τη δική του διακριτή δομή κυριαρχίας.

Θα ήταν, βεβαίως, απολύτως λογικό για τον Πουλαντζά να επισημάνει ότι ο ρόλος και η κεντρική θέση του «πολιτικού» ποικίλλει ανάλογα με το εάν αυτό παίζει άμεσο ή έμμεσο ρόλο στην απόσπαση πλεονάσματος και εάν διαφοροποιείται από το «οικονομικό». Θα ήταν επίσης λογικό να υποθέσει ότι η επέκταση του ρόλου του κράτους στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι πιθανό να καθιστά το κράτος όλο και περισσότερο στόχο της ταξικής πάλης. Όμως ο Πουλαντζάς πηγαίνει πολύ πιο πέρα από αυτές τις προτάσεις. Προτείνει όχι μόνο ότι η φύση των εκμεταλλευτικών σχέσεων μπορεί να ποικίλλει σε διαφορετικούς τρόπους παραγωγής ανάλογα με το αν παίρνουν «οικονομικές» ή «εξω-οικονομικές» μορφές, αλλά επίσης ότι οι τρόποι παραγωγής ―ή ακόμα και στάδια των τρόπων παραγωγής― μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με το αν οι ίδιες οι σχέσεις εκμετάλλευσης είναι απολύτως «κυρίαρχες». Όταν υποστηρίζει λοιπόν ότι το «πολιτικό» και όχι το «οικονομικό» είναι «κυρίαρχο» στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, στην πραγματικότητα υποστηρίζει ότι πλέον οι σχέσεις εκμετάλλευσης (μολονότι αναμφίβολα «καθοριστικές σε τελευταία ανάλυση») δεν «βασιλεύουν απόλυτα».


Σημειώσεις
[1] Βλ. Robin Blackburn επιμ., Ideology in Social Science, London 1972, κεφάλαιο έντεκα.
[2] Nicos Poulantzas, Political Power and Social Classes, London 1973, σ. 288.
[3] Ό.π., σ. 271.
[4] Ό.π.,σσ. 273, 288.
[5] Ό.π., σ. 55.
[6] Classes in Contemporary Capitalism, London 1975, σ. 101.
[7] Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πουλαντζάς βρίσκει την ανάλυση του Μπαλιμπάρ υπερβολικά «οικονομίστικη». Classes in Contemporary Capitalism, σ. 13, σημ. 1.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...